μεγαλοπράγμων

μεγαλοπράγμων
ων, ον
1) стремящийся к свершению великих дел; замышляющий большие дела; 2) тж. ирон. занимающийся важными делами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεγαλοπράγμων" в других словарях:

  • μεγαλοπράγμων — disposed to do great deeds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπράγμων — ον (Α μεγαλοπράγμων, ον) αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπραγμονέστερον — μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds masc acc comp sg μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπράγμονα — μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds neut nom/voc/acc pl μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπραγμονέστατος — μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπράγμονι — μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοπράγμονος — μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДАМОН —     ДАМОН (Δάμων) (сер. 5 в. до н. э.), др. греч. софист и музыкальный теоретик, советник Перикла. Д., сын Дамонида, родился в Афинах, в деме Ойа. Учился музыке у Агафокла, его ученика Лампрокла и пифагорейца Пифоклида, создателя «возвышенно… …   Античная философия

  • κακοπράγμων — ον (AM κακοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.). επίρρ... κακοπραγμόνως (AM) επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπραγμονώ — έω αποβλέπω σε σπουδαία πράγματα, έχω μεγάλες επιδιώξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλοπράγμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»